Hello, you have come here looking for the meaning of the word
διπλασιάζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
διπλασιάζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
διπλασιάζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
διπλασιάζω you have here. The definition of the word
διπλασιάζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
διπλασιάζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ði.pla.siˈa.zo/
- Hyphenation: δι‧πλα‧σι‧ά‧ζω
Verb
διπλασιάζω • (diplasiázo) (past διπλασίασα, passive διπλασιάζομαι)
- to double
Conjugation
διπλασιάζω διπλασιάζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διπλασιάζω
|
διπλασιάσω
|
διπλασιάζομαι
|
διπλασιαστώ
|
2 sg
|
διπλασιάζεις
|
διπλασιάσεις
|
διπλασιάζεσαι
|
διπλασιαστείς
|
3 sg
|
διπλασιάζει
|
διπλασιάσει
|
διπλασιάζεται
|
διπλασιαστεί
|
|
1 pl
|
διπλασιάζουμε, [‑ομε]
|
διπλασιάσουμε, [‑ομε]
|
διπλασιαζόμαστε
|
διπλασιαστούμε
|
2 pl
|
διπλασιάζετε
|
διπλασιάσετε
|
διπλασιάζεστε, διπλασιαζόσαστε
|
διπλασιαστείτε
|
3 pl
|
διπλασιάζουν(ε)
|
διπλασιάσουν(ε)
|
διπλασιάζονται
|
διπλασιαστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διπλασίαζα
|
διπλασίασα
|
διπλασιαζόμουν(α)
|
διπλασιάστηκα
|
2 sg
|
διπλασίαζες
|
διπλασίασες
|
διπλασιαζόσουν(α)
|
διπλασιάστηκες
|
3 sg
|
διπλασίαζε
|
διπλασίασε
|
διπλασιαζόταν(ε)
|
διπλασιάστηκε
|
|
1 pl
|
διπλασιάζαμε
|
διπλασιάσαμε
|
διπλασιαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
διπλασιαστήκαμε
|
2 pl
|
διπλασιάζατε
|
διπλασιάσατε
|
διπλασιαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
διπλασιαστήκατε
|
3 pl
|
διπλασίαζαν, διπλασιάζαν(ε)
|
διπλασίασαν, διπλασιάσαν(ε)
|
διπλασιάζονταν, (διπλασιαζόντουσαν)
|
διπλασιάστηκαν, διπλασιαστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διπλασιάζω ➤
|
θα διπλασιάσω ➤
|
θα διπλασιάζομαι ➤
|
θα διπλασιαστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διπλασιάζεις, …
|
θα διπλασιάσεις, …
|
θα διπλασιάζεσαι, …
|
θα διπλασιαστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διπλασιάσει έχω, έχεις, … διπλασιασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διπλασιαστεί είμαι, είσαι, … διπλασιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διπλασιάσει είχα, είχες, … διπλασιασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διπλασιαστεί ήμουν, ήσουν, … διπλασιασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διπλασιάσει θα έχω, θα έχεις, … διπλασιασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διπλασιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … διπλασιασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διπλασίαζε
|
διπλασίασε
|
—
|
διπλασιάσου
|
2 pl
|
διπλασιάζετε
|
διπλασιάστε
|
διπλασιάζεστε
|
διπλασιαστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διπλασιάζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διπλασιάσει ➤
|
διπλασιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διπλασιάσει
|
διπλασιαστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
- αναδιπλασιάζω (anadiplasiázo, “to redouble”)
- διπλά (diplá, “twice as much”, adverb)
- διπλασιασμένος (diplasiasménos, “doubled”, adjective)
- διπλασιασμός m (diplasiasmós, “doubling”)
- διπλασιασμός m (diplasiasmós, “doubling”)
- διπλάσιος (diplásios, “double, two-fold”, adjective)
- διπλός (diplós, “double, two-fold”, adjective)