Learned borrowing from Koine Greek διώροφος (diṓrophos).[1] By surface analysis, δι- (di-, from δις) + -ώροφος (-órofos).
διώροφος • (diórofos) m (feminine διώροφη, neuter διώροφο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διώροφος (diórofos) | διώροφη (diórofi) | διώροφο (diórofo) | διώροφοι (diórofoi) | διώροφες (diórofes) | διώροφα (diórofa) | |
genitive | διώροφου (diórofou) | διώροφης (diórofis) | διώροφου (diórofou) | διώροφων (diórofon) | διώροφων (diórofon) | διώροφων (diórofon) | |
accusative | διώροφο (diórofo) | διώροφη (diórofi) | διώροφο (diórofo) | διώροφους (diórofous) | διώροφες (diórofes) | διώροφα (diórofa) | |
vocative | διώροφε (diórofe) | διώροφη (diórofi) | διώροφο (diórofo) | διώροφοι (diórofoi) | διώροφες (diórofes) | διώροφα (diórofa) |