δοκιμαστικός • (dokimastikós) m (feminine δοκιμαστική, neuter δοκιμαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δοκιμαστικός (dokimastikós) | δοκιμαστική (dokimastikí) | δοκιμαστικό (dokimastikó) | δοκιμαστικοί (dokimastikoí) | δοκιμαστικές (dokimastikés) | δοκιμαστικά (dokimastiká) | |
genitive | δοκιμαστικού (dokimastikoú) | δοκιμαστικής (dokimastikís) | δοκιμαστικού (dokimastikoú) | δοκιμαστικών (dokimastikón) | δοκιμαστικών (dokimastikón) | δοκιμαστικών (dokimastikón) | |
accusative | δοκιμαστικό (dokimastikó) | δοκιμαστική (dokimastikí) | δοκιμαστικό (dokimastikó) | δοκιμαστικούς (dokimastikoús) | δοκιμαστικές (dokimastikés) | δοκιμαστικά (dokimastiká) | |
vocative | δοκιμαστικέ (dokimastiké) | δοκιμαστική (dokimastikí) | δοκιμαστικό (dokimastikó) | δοκιμαστικοί (dokimastikoí) | δοκιμαστικές (dokimastikés) | δοκιμαστικά (dokimastiká) |