δολοφονικός • (dolofonikós) m (feminine δολοφονική, neuter δολοφονικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δολοφονικός (dolofonikós) | δολοφονική (dolofonikí) | δολοφονικό (dolofonikó) | δολοφονικοί (dolofonikoí) | δολοφονικές (dolofonikés) | δολοφονικά (dolofoniká) | |
genitive | δολοφονικού (dolofonikoú) | δολοφονικής (dolofonikís) | δολοφονικού (dolofonikoú) | δολοφονικών (dolofonikón) | δολοφονικών (dolofonikón) | δολοφονικών (dolofonikón) | |
accusative | δολοφονικό (dolofonikó) | δολοφονική (dolofonikí) | δολοφονικό (dolofonikó) | δολοφονικούς (dolofonikoús) | δολοφονικές (dolofonikés) | δολοφονικά (dolofoniká) | |
vocative | δολοφονικέ (dolofoniké) | δολοφονική (dolofonikí) | δολοφονικό (dolofonikó) | δολοφονικοί (dolofonikoí) | δολοφονικές (dolofonikés) | δολοφονικά (dolofoniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δολοφονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δολοφονικός, etc.)