δουλικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word δουλικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word δουλικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say δουλικός in singular and plural. Everything you need to know about the word δουλικός you have here. The definition of the word δουλικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδουλικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

δουλικός (doulikósm (feminine δουλική, neuter δουλικό)

  1. slavish, servile

Declension

Declension of δουλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δουλικός (doulikós) δουλική (doulikí) δουλικό (doulikó) δουλικοί (doulikoí) δουλικές (doulikés) δουλικά (douliká)
genitive δουλικού (doulikoú) δουλικής (doulikís) δουλικού (doulikoú) δουλικών (doulikón) δουλικών (doulikón) δουλικών (doulikón)
accusative δουλικό (doulikó) δουλική (doulikí) δουλικό (doulikó) δουλικούς (doulikoús) δουλικές (doulikés) δουλικά (douliká)
vocative δουλικέ (douliké) δουλική (doulikí) δουλικό (doulikó) δουλικοί (doulikoí) δουλικές (doulikés) δουλικά (douliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δουλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δουλικός, etc.)