Learned borrowing from Koine Greek δυσδιάκριτος (dusdiákritos).[1] By surface analysis, δυσ- (dys-) + διάκριτος (diákritos).
δυσδιάκριτος • (dysdiákritos) m (feminine δυσδιάκριτη, neuter δυσδιάκριτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυσδιάκριτος • | δυσδιάκριτη • | δυσδιάκριτο • | δυσδιάκριτοι • | δυσδιάκριτες • | δυσδιάκριτα • |
genitive | δυσδιάκριτου • | δυσδιάκριτης • | δυσδιάκριτου • | δυσδιάκριτων • | δυσδιάκριτων • | δυσδιάκριτων • |
accusative | δυσδιάκριτο • | δυσδιάκριτη • | δυσδιάκριτο • | δυσδιάκριτους • | δυσδιάκριτες • | δυσδιάκριτα • |
vocative | δυσδιάκριτε • | δυσδιάκριτη • | δυσδιάκριτο • | δυσδιάκριτοι • | δυσδιάκριτες • | δυσδιάκριτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυσδιάκριτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυσδιάκριτος, etc.) |