δωδεκαθεϊστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word δωδεκαθεϊστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word δωδεκαθεϊστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say δωδεκαθεϊστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word δωδεκαθεϊστικός you have here. The definition of the word δωδεκαθεϊστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδωδεκαθεϊστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /ðo.ðe.ka.θe.i.stiˈkos/
  • Hyphenation: δω‧δε‧κα‧θε‧ϊ‧στι‧κός

Adjective

δωδεκαθεϊστικός (dodekatheïstikósm (feminine δωδεκαθεϊστική, neuter δωδεκαθεϊστικό)

  1. (religion) Hellenistic (of or relating to Hellenism or Hellenists)

Declension

Declension of δωδεκαθεϊστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δωδεκαθεϊστικός (dodekatheïstikós) δωδεκαθεϊστική (dodekatheïstikí) δωδεκαθεϊστικό (dodekatheïstikó) δωδεκαθεϊστικοί (dodekatheïstikoí) δωδεκαθεϊστικές (dodekatheïstikés) δωδεκαθεϊστικά (dodekatheïstiká)
genitive δωδεκαθεϊστικού (dodekatheïstikoú) δωδεκαθεϊστικής (dodekatheïstikís) δωδεκαθεϊστικού (dodekatheïstikoú) δωδεκαθεϊστικών (dodekatheïstikón) δωδεκαθεϊστικών (dodekatheïstikón) δωδεκαθεϊστικών (dodekatheïstikón)
accusative δωδεκαθεϊστικό (dodekatheïstikó) δωδεκαθεϊστική (dodekatheïstikí) δωδεκαθεϊστικό (dodekatheïstikó) δωδεκαθεϊστικούς (dodekatheïstikoús) δωδεκαθεϊστικές (dodekatheïstikés) δωδεκαθεϊστικά (dodekatheïstiká)
vocative δωδεκαθεϊστικέ (dodekatheïstiké) δωδεκαθεϊστική (dodekatheïstikí) δωδεκαθεϊστικό (dodekatheïstikó) δωδεκαθεϊστικοί (dodekatheïstikoí) δωδεκαθεϊστικές (dodekatheïstikés) δωδεκαθεϊστικά (dodekatheïstiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δωδεκαθεϊστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δωδεκαθεϊστικός, etc.)