From δυσ- (dus-) + στῆναι (stênai); latter element related to ἵστημι (hístēmi).
δύστηνος • (dústēnos) m or f (neuter δύστηνον); second declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||||
Nominative | δύστηνος dústēnos |
δύστηνον dústēnon |
δυστήνω dustḗnō |
δυστήνω dustḗnō |
δύστηνοι dústēnoi |
δύστηνᾰ dústēnă | ||||||||
Genitive | δυστήνου / δυστηνοῖο / δυστήνοιο / δυστηνόο / δυστήνοο dustḗnou / dustēnoîo / dustḗnoio / dustēnóo / dustḗnoo |
δυστήνου / δυστηνοῖο / δυστήνοιο / δυστηνόο / δυστήνοο dustḗnou / dustēnoîo / dustḗnoio / dustēnóo / dustḗnoo |
δυστήνοιῐν dustḗnoiĭn |
δυστήνοιῐν dustḗnoiĭn |
δυστήνων dustḗnōn |
δυστήνων dustḗnōn | ||||||||
Dative | δυστήνῳ dustḗnōi |
δυστήνῳ dustḗnōi |
δυστήνοιῐν dustḗnoiĭn |
δυστήνοιῐν dustḗnoiĭn |
δυστήνοισῐ / δυστήνοισῐν / δυστήνοις dustḗnoisĭ(n) / dustḗnois |
δυστήνοισῐ / δυστήνοισῐν / δυστήνοις dustḗnoisĭ(n) / dustḗnois | ||||||||
Accusative | δύστηνον dústēnon |
δύστηνον dústēnon |
δυστήνω dustḗnō |
δυστήνω dustḗnō |
δυστήνους dustḗnous |
δύστηνᾰ dústēnă | ||||||||
Vocative | δύστηνε dústēne |
δύστηνον dústēnon |
δυστήνω dustḗnō |
δυστήνω dustḗnō |
δύστηνοι dústēnoi |
δύστηνᾰ dústēnă | ||||||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
δυστήνως dustḗnōs |
δυστηνότερος dustēnóteros |
δυστηνότᾰτος dustēnótătos | ||||||||||||
Notes: |
|