Perfect participle of εγκαθίσταμαι (egkathístamai), passive voice of εγκαθιστώ (“install, reside”), a calque of French établi or installé.[1]
εγκατεστημένος • (egkatestiménos) m (feminine εγκατεστημένη, neuter εγκατεστημένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εγκατεστημένος (egkatestiménos) | εγκατεστημένη (egkatestiméni) | εγκατεστημένο (egkatestiméno) | εγκατεστημένοι (egkatestiménoi) | εγκατεστημένες (egkatestiménes) | εγκατεστημένα (egkatestiména) | |
genitive | εγκατεστημένου (egkatestiménou) | εγκατεστημένης (egkatestiménis) | εγκατεστημένου (egkatestiménou) | εγκατεστημένων (egkatestiménon) | εγκατεστημένων (egkatestiménon) | εγκατεστημένων (egkatestiménon) | |
accusative | εγκατεστημένο (egkatestiméno) | εγκατεστημένη (egkatestiméni) | εγκατεστημένο (egkatestiméno) | εγκατεστημένους (egkatestiménous) | εγκατεστημένες (egkatestiménes) | εγκατεστημένα (egkatestiména) | |
vocative | εγκατεστημένε (egkatestiméne) | εγκατεστημένη (egkatestiméni) | εγκατεστημένο (egkatestiméno) | εγκατεστημένοι (egkatestiménoi) | εγκατεστημένες (egkatestiménes) | εγκατεστημένα (egkatestiména) |