Learned borrowing from French encyclopédique. By surface analysis, εγκυκλοπαίδ(εια) (egkyklopaíd(eia)) + -ικός (-ikós).[1]
εγκυκλοπαιδικός • (egkyklopaidikós) m (feminine εγκυκλοπαιδική, neuter εγκυκλοπαιδικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εγκυκλοπαιδικός • | εγκυκλοπαιδική • | εγκυκλοπαιδικό • | εγκυκλοπαιδικοί • | εγκυκλοπαιδικές • | εγκυκλοπαιδικά • |
genitive | εγκυκλοπαιδικού • | εγκυκλοπαιδικής • | εγκυκλοπαιδικού • | εγκυκλοπαιδικών • | εγκυκλοπαιδικών • | εγκυκλοπαιδικών • |
accusative | εγκυκλοπαιδικό • | εγκυκλοπαιδική • | εγκυκλοπαιδικό • | εγκυκλοπαιδικούς • | εγκυκλοπαιδικές • | εγκυκλοπαιδικά • |
vocative | εγκυκλοπαιδικέ • | εγκυκλοπαιδική • | εγκυκλοπαιδικό • | εγκυκλοπαιδικοί • | εγκυκλοπαιδικές • | εγκυκλοπαιδικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εγκυκλοπαιδικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εγκυκλοπαιδικός, etc.) |