Learned borrowing from Ancient Greek ἐγχώριος (enkhṓrios).[1]
εγχώριος • (enchórios) m (feminine εγχώρια, neuter εγχώριο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εγχώριος • | εγχώρια • | εγχώριο • | εγχώριοι • | εγχώριες • | εγχώρια • |
genitive | εγχώριου • | εγχώριας • | εγχώριου • | εγχώριων • | εγχώριων • | εγχώριων • |
accusative | εγχώριο • | εγχώρια • | εγχώριο • | εγχώριους • | εγχώριες • | εγχώρια • |
vocative | εγχώριε • | εγχώρια • | εγχώριο • | εγχώριοι • | εγχώριες • | εγχώρια • |