Learnedly from εθελοντ(ής) (ethelont(ís)) + -ικός (-ikós).[1]
εθελοντικός • (ethelontikós) m (feminine εθελοντική, neuter εθελοντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εθελοντικός (ethelontikós) | εθελοντική (ethelontikí) | εθελοντικό (ethelontikó) | εθελοντικοί (ethelontikoí) | εθελοντικές (ethelontikés) | εθελοντικά (ethelontiká) | |
genitive | εθελοντικού (ethelontikoú) | εθελοντικής (ethelontikís) | εθελοντικού (ethelontikoú) | εθελοντικών (ethelontikón) | εθελοντικών (ethelontikón) | εθελοντικών (ethelontikón) | |
accusative | εθελοντικό (ethelontikó) | εθελοντική (ethelontikí) | εθελοντικό (ethelontikó) | εθελοντικούς (ethelontikoús) | εθελοντικές (ethelontikés) | εθελοντικά (ethelontiká) | |
vocative | εθελοντικέ (ethelontiké) | εθελοντική (ethelontikí) | εθελοντικό (ethelontikó) | εθελοντικοί (ethelontikoí) | εθελοντικές (ethelontikés) | εθελοντικά (ethelontiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εθελοντικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εθελοντικός, etc.)