εθνικιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εθνικιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εθνικιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εθνικιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εθνικιστικός you have here. The definition of the word εθνικιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεθνικιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

εθνικιστικός (ethnikistikósm (feminine εθνικιστική, neuter εθνικιστικό)

  1. nationalist
  2. chauvinist

Declension

Declension of εθνικιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εθνικιστικός (ethnikistikós) εθνικιστική (ethnikistikí) εθνικιστικό (ethnikistikó) εθνικιστικοί (ethnikistikoí) εθνικιστικές (ethnikistikés) εθνικιστικά (ethnikistiká)
genitive εθνικιστικού (ethnikistikoú) εθνικιστικής (ethnikistikís) εθνικιστικού (ethnikistikoú) εθνικιστικών (ethnikistikón) εθνικιστικών (ethnikistikón) εθνικιστικών (ethnikistikón)
accusative εθνικιστικό (ethnikistikó) εθνικιστική (ethnikistikí) εθνικιστικό (ethnikistikó) εθνικιστικούς (ethnikistikoús) εθνικιστικές (ethnikistikés) εθνικιστικά (ethnikistiká)
vocative εθνικιστικέ (ethnikistiké) εθνικιστική (ethnikistikí) εθνικιστικό (ethnikistikó) εθνικιστικοί (ethnikistikoí) εθνικιστικές (ethnikistikés) εθνικιστικά (ethnikistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εθνικιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εθνικιστικός, etc.)

Synonyms