ειδικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ειδικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ειδικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ειδικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ειδικός you have here. The definition of the word ειδικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofειδικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek εἰδικός (eidikós), from εἶδος (eîdos) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

ειδικός (eidikósm (feminine ειδική, neuter ειδικό)

  1. special, particular, specific (thing, person, etc)
  2. expert, specialist (knowledge, experience, etc)

Declension

Declension of ειδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειδικός (eidikós) ειδική (eidikí) ειδικό (eidikó) ειδικοί (eidikoí) ειδικές (eidikés) ειδικά (eidiká)
genitive ειδικού (eidikoú) ειδικής (eidikís) ειδικού (eidikoú) ειδικών (eidikón) ειδικών (eidikón) ειδικών (eidikón)
accusative ειδικό (eidikó) ειδική (eidikí) ειδικό (eidikó) ειδικούς (eidikoús) ειδικές (eidikés) ειδικά (eidiká)
vocative ειδικέ (eidiké) ειδική (eidikí) ειδικό (eidikó) ειδικοί (eidikoí) ειδικές (eidikés) ειδικά (eidiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ειδικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ειδικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειδικότερος (eidikóteros) ειδικότερη (eidikóteri) ειδικότερο (eidikótero) ειδικότεροι (eidikóteroi) ειδικότερες (eidikóteres) ειδικότερα (eidikótera)
genitive ειδικότερου (eidikóterou) ειδικότερης (eidikóteris) ειδικότερου (eidikóterou) ειδικότερων (eidikóteron) ειδικότερων (eidikóteron) ειδικότερων (eidikóteron)
accusative ειδικότερο (eidikótero) ειδικότερη (eidikóteri) ειδικότερο (eidikótero) ειδικότερους (eidikóterous) ειδικότερες (eidikóteres) ειδικότερα (eidikótera)
vocative ειδικότερε (eidikótere) ειδικότερη (eidikóteri) ειδικότερο (eidikótero) ειδικότεροι (eidikóteroi) ειδικότερες (eidikóteres) ειδικότερα (eidikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ειδικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειδικότατος (eidikótatos) ειδικότατη (eidikótati) ειδικότατο (eidikótato) ειδικότατοι (eidikótatoi) ειδικότατες (eidikótates) ειδικότατα (eidikótata)
genitive ειδικότατου (eidikótatou) ειδικότατης (eidikótatis) ειδικότατου (eidikótatou) ειδικότατων (eidikótaton) ειδικότατων (eidikótaton) ειδικότατων (eidikótaton)
accusative ειδικότατο (eidikótato) ειδικότατη (eidikótati) ειδικότατο (eidikótato) ειδικότατους (eidikótatous) ειδικότατες (eidikótates) ειδικότατα (eidikótata)
vocative ειδικότατε (eidikótate) ειδικότατη (eidikótati) ειδικότατο (eidikótato) ειδικότατοι (eidikótatoi) ειδικότατες (eidikótates) ειδικότατα (eidikótata)

Noun

ειδικός (eidikósm or f (plural ειδικοί)

  1. specialist

Declension

Declension of ειδικός
singular plural
nominative ειδικός (eidikós) ειδικοί (eidikoí)
genitive ειδικού (eidikoú) ειδικών (eidikón)
accusative ειδικό (eidikó) ειδικούς (eidikoús)
vocative ειδικέ (eidiké) ειδικοί (eidikoí)