Learned borrowing from Ancient Greek εἰδικός (eidikós), from εἶδος (eîdos) + -ικός (-ikós).
ειδικός • (eidikós) m (feminine ειδική, neuter ειδικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ειδικός (eidikós) | ειδική (eidikí) | ειδικό (eidikó) | ειδικοί (eidikoí) | ειδικές (eidikés) | ειδικά (eidiká) | |
genitive | ειδικού (eidikoú) | ειδικής (eidikís) | ειδικού (eidikoú) | ειδικών (eidikón) | ειδικών (eidikón) | ειδικών (eidikón) | |
accusative | ειδικό (eidikó) | ειδική (eidikí) | ειδικό (eidikó) | ειδικούς (eidikoús) | ειδικές (eidikés) | ειδικά (eidiká) | |
vocative | ειδικέ (eidiké) | ειδική (eidikí) | ειδικό (eidikó) | ειδικοί (eidikoí) | ειδικές (eidikés) | ειδικά (eidiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ειδικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ειδικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ειδικότερος", etc)
|
ειδικός • (eidikós) m or f (plural ειδικοί)