ειδωλολατρικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ειδωλολατρικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ειδωλολατρικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ειδωλολατρικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ειδωλολατρικός you have here. The definition of the word ειδωλολατρικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofειδωλολατρικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learnedly from ειδωλολάτρ(ης) (eidololátr(is)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /i.ðo.lo.la.tɾiˈkos/
  • Hyphenation: ει‧δω‧λο‧λα‧τρι‧κός

Adjective

ειδωλολατρικός (eidololatrikósm (feminine ειδωλολατρική, neuter ειδωλολατρικό)

  1. idolatrous
  2. pagan

Declension

Declension of ειδωλολατρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειδωλολατρικός (eidololatrikós) ειδωλολατρική (eidololatrikí) ειδωλολατρικό (eidololatrikó) ειδωλολατρικοί (eidololatrikoí) ειδωλολατρικές (eidololatrikés) ειδωλολατρικά (eidololatriká)
genitive ειδωλολατρικού (eidololatrikoú) ειδωλολατρικής (eidololatrikís) ειδωλολατρικού (eidololatrikoú) ειδωλολατρικών (eidololatrikón) ειδωλολατρικών (eidololatrikón) ειδωλολατρικών (eidololatrikón)
accusative ειδωλολατρικό (eidololatrikó) ειδωλολατρική (eidololatrikí) ειδωλολατρικό (eidololatrikó) ειδωλολατρικούς (eidololatrikoús) ειδωλολατρικές (eidololatrikés) ειδωλολατρικά (eidololatriká)
vocative ειδωλολατρικέ (eidololatriké) ειδωλολατρική (eidololatrikí) ειδωλολατρικό (eidololatrikó) ειδωλολατρικοί (eidololatrikoí) ειδωλολατρικές (eidololatrikés) ειδωλολατρικά (eidololatriká)

References

  1. ^ ειδωλολατρικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language