Learned borrowing from Ancient Greek ἑκούσιος (hekoúsios).[1]
εκούσιος • (ekoúsios) m (feminine εκούσια, neuter εκούσιο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκούσιος • | εκούσια • | εκούσιο • | εκούσιοι • | εκούσιες • | εκούσια • |
genitive | εκούσιου • | εκούσιας • | εκούσιου • | εκούσιων • | εκούσιων • | εκούσιων • |
accusative | εκούσιο • | εκούσια • | εκούσιο • | εκούσιους • | εκούσιες • | εκούσια • |
vocative | εκούσιε • | εκούσια • | εκούσιο • | εκούσιοι • | εκούσιες • | εκούσια • |