εκπυρσοκρότηση • (ekpyrsokrótisi) f (plural εκπυρσοκροτήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκπυρσοκρότηση (ekpyrsokrótisi) | εκπυρσοκροτήσεις (ekpyrsokrotíseis) |
genitive | εκπυρσοκρότησης (ekpyrsokrótisis) | εκπυρσοκροτήσεων (ekpyrsokrotíseon) |
accusative | εκπυρσοκρότηση (ekpyrsokrótisi) | εκπυρσοκροτήσεις (ekpyrsokrotíseis) |
vocative | εκπυρσοκρότηση (ekpyrsokrótisi) | εκπυρσοκροτήσεις (ekpyrsokrotíseis) |
Older or formal genitive singular: εκπυρσοκροτήσεως (ekpyrsokrotíseos)