From εκτελώ (ekteló, “to execute”), calque of French exécutif. First attested 1796.
εκτελεστικός • (ektelestikós) m (feminine εκτελεστική, neuter εκτελεστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εκτελεστικός (ektelestikós) | εκτελεστική (ektelestikí) | εκτελεστικό (ektelestikó) | εκτελεστικοί (ektelestikoí) | εκτελεστικές (ektelestikés) | εκτελεστικά (ektelestiká) | |
genitive | εκτελεστικού (ektelestikoú) | εκτελεστικής (ektelestikís) | εκτελεστικού (ektelestikoú) | εκτελεστικών (ektelestikón) | εκτελεστικών (ektelestikón) | εκτελεστικών (ektelestikón) | |
accusative | εκτελεστικό (ektelestikó) | εκτελεστική (ektelestikí) | εκτελεστικό (ektelestikó) | εκτελεστικούς (ektelestikoús) | εκτελεστικές (ektelestikés) | εκτελεστικά (ektelestiká) | |
vocative | εκτελεστικέ (ektelestiké) | εκτελεστική (ektelestikí) | εκτελεστικό (ektelestikó) | εκτελεστικοί (ektelestikoí) | εκτελεστικές (ektelestikés) | εκτελεστικά (ektelestiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκτελεστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκτελεστικός, etc.)