εμπορεύσιμος • (emporéfsimos) m (feminine εμπορεύσιμη, neuter εμπορεύσιμο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εμπορεύσιμος • | εμπορεύσιμη • | εμπορεύσιμο • | εμπορεύσιμοι • | εμπορεύσιμες • | εμπορεύσιμα • |
genitive | εμπορεύσιμου • | εμπορεύσιμης • | εμπορεύσιμου • | εμπορεύσιμων • | εμπορεύσιμων • | εμπορεύσιμων • |
accusative | εμπορεύσιμο • | εμπορεύσιμη • | εμπορεύσιμο • | εμπορεύσιμους • | εμπορεύσιμες • | εμπορεύσιμα • |
vocative | εμπορεύσιμε • | εμπορεύσιμη • | εμπορεύσιμο • | εμπορεύσιμοι • | εμπορεύσιμες • | εμπορεύσιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εμπορεύσιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εμπορεύσιμος, etc.) |