Learned borrowing from Koine Greek ἐναλλακτικός (enallaktikós, “altered”), with semantic loan from French alternatif and English alternative.[1]
εναλλακτικός • (enallaktikós) m (feminine εναλλακτική, neuter εναλλακτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εναλλακτικός (enallaktikós) | εναλλακτική (enallaktikí) | εναλλακτικό (enallaktikó) | εναλλακτικοί (enallaktikoí) | εναλλακτικές (enallaktikés) | εναλλακτικά (enallaktiká) | |
genitive | εναλλακτικού (enallaktikoú) | εναλλακτικής (enallaktikís) | εναλλακτικού (enallaktikoú) | εναλλακτικών (enallaktikón) | εναλλακτικών (enallaktikón) | εναλλακτικών (enallaktikón) | |
accusative | εναλλακτικό (enallaktikó) | εναλλακτική (enallaktikí) | εναλλακτικό (enallaktikó) | εναλλακτικούς (enallaktikoús) | εναλλακτικές (enallaktikés) | εναλλακτικά (enallaktiká) | |
vocative | εναλλακτικέ (enallaktiké) | εναλλακτική (enallaktikí) | εναλλακτικό (enallaktikó) | εναλλακτικοί (enallaktikoí) | εναλλακτικές (enallaktikés) | εναλλακτικά (enallaktiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εναλλακτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εναλλακτικός, etc.)