Learnedly from ενεστώτ(ας) (enestót(as), “present tense”) + -ικός (-ikós).[1]
ενεστωτικός • (enestotikós) m (feminine ενεστωτική, neuter ενεστωτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενεστωτικός • | ενεστωτική • | ενεστωτικό • | ενεστωτικοί • | ενεστωτικές • | ενεστωτικά • |
genitive | ενεστωτικού • | ενεστωτικής • | ενεστωτικού • | ενεστωτικών • | ενεστωτικών • | ενεστωτικών • |
accusative | ενεστωτικό • | ενεστωτική • | ενεστωτικό • | ενεστωτικούς • | ενεστωτικές • | ενεστωτικά • |
vocative | ενεστωτικέ • | ενεστωτική • | ενεστωτικό • | ενεστωτικοί • | ενεστωτικές • | ενεστωτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενεστωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενεστωτικός, etc.) |