ενεστωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ενεστωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ενεστωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ενεστωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ενεστωτικός you have here. The definition of the word ενεστωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofενεστωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learnedly from ενεστώτ(ας) (enestót(as), present tense) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /e.ne.sto.tiˈkos/
  • Hyphenation: ε‧νε‧στω‧τι‧κός

Adjective

ενεστωτικός (enestotikósm (feminine ενεστωτική, neuter ενεστωτικό)

  1. (grammar) present-tense (attributive), present

Declension

Declension of ενεστωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ενεστωτικός (enestotikós) ενεστωτική (enestotikí) ενεστωτικό (enestotikó) ενεστωτικοί (enestotikoí) ενεστωτικές (enestotikés) ενεστωτικά (enestotiká)
genitive ενεστωτικού (enestotikoú) ενεστωτικής (enestotikís) ενεστωτικού (enestotikoú) ενεστωτικών (enestotikón) ενεστωτικών (enestotikón) ενεστωτικών (enestotikón)
accusative ενεστωτικό (enestotikó) ενεστωτική (enestotikí) ενεστωτικό (enestotikó) ενεστωτικούς (enestotikoús) ενεστωτικές (enestotikés) ενεστωτικά (enestotiká)
vocative ενεστωτικέ (enestotiké) ενεστωτική (enestotikí) ενεστωτικό (enestotikó) ενεστωτικοί (enestotikoí) ενεστωτικές (enestotikés) ενεστωτικά (enestotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενεστωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενεστωτικός, etc.)

References

  1. ^ ενεστωτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language