ενημερωμένος • (enimeroménos) m (feminine ενημερωμένη, neuter ενημερωμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ενημερωμένος (enimeroménos) | ενημερωμένη (enimeroméni) | ενημερωμένο (enimeroméno) | ενημερωμένοι (enimeroménoi) | ενημερωμένες (enimeroménes) | ενημερωμένα (enimeroména) | |
genitive | ενημερωμένου (enimeroménou) | ενημερωμένης (enimeroménis) | ενημερωμένου (enimeroménou) | ενημερωμένων (enimeroménon) | ενημερωμένων (enimeroménon) | ενημερωμένων (enimeroménon) | |
accusative | ενημερωμένο (enimeroméno) | ενημερωμένη (enimeroméni) | ενημερωμένο (enimeroméno) | ενημερωμένους (enimeroménous) | ενημερωμένες (enimeroménes) | ενημερωμένα (enimeroména) | |
vocative | ενημερωμένε (enimeroméne) | ενημερωμένη (enimeroméni) | ενημερωμένο (enimeroméno) | ενημερωμένοι (enimeroménoi) | ενημερωμένες (enimeroménes) | ενημερωμένα (enimeroména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενημερωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενημερωμένος, etc.)