Learned borrowing from Ancient Greek ἑνοποιῶ (henopoiô).[1] By surface analysis, ένα (éna) + -ο- (-o-) + -ποιώ (-poió).
ενοποιώ • (enopoió) (past ενοποίησα, passive ενοποιούμαι, p‑past ενοποιήθηκα, ppp ενοποιημένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ενοποιώ | ενοποιήσω | ενοποιούμαι | ενοποιηθώ |
2 sg | ενοποιείς | ενοποιήσεις | ενοποιείσαι | ενοποιηθείς |
3 sg | ενοποιεί | ενοποιήσει | ενοποιείται | ενοποιηθεί |
1 pl | ενοποιούμε | ενοποιήσουμε, [-ομε] | ενοποιούμαστε, ενοποιόμαστε | ενοποιηθούμε |
2 pl | ενοποιείτε | ενοποιήσετε | ενοποιείστε, (ενοποιόσαστε) | ενοποιηθείτε |
3 pl | ενοποιούν(ε) | ενοποιήσουν(ε) | ενοποιούνται | ενοποιηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ενοποιούσα | ενοποίησα | ενοποιούμουν(α), ενοποιόμουν(α) | ενοποιήθηκα |
2 sg | ενοποιούσες | ενοποίησες | [ενοποιούσουν(α)], ενοποιόσουν(α) | ενοποιήθηκες |
3 sg | ενοποιούσε | ενοποίησε | ενοποιούνταν, ενοποιόταν(ε), {ενοποιείτο} | ενοποιήθηκε |
1 pl | ενοποιούσαμε | ενοποιήσαμε | ενοποιούμασταν, (‑ούμαστε), ενοποιόμασταν, (‑όμαστε) | ενοποιηθήκαμε |
2 pl | ενοποιούσατε | ενοποιήσατε | [ενοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], ενοποιόσασταν, (‑όσαστε) | ενοποιηθήκατε |
3 pl | ενοποιούσαν(ε) | ενοποίησαν, ενοποιήσαν(ε) | ενοποιούνταν, ενοποιόνταν(ε), (ενοποιόντουσαν), {ενοποιούντο} | ενοποιήθηκαν, ενοποιηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ενοποιώ ➤ | θα ενοποιήσω ➤ | θα ενοποιούμαι ➤ | θα ενοποιηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ενοποιείς, … | θα ενοποιήσεις, … | θα ενοποιείσαι, … | θα ενοποιηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ενοποιήσει έχω, έχεις, … ενοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ενοποιηθεί είμαι, είσαι, … ενοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ενοποιήσει είχα, είχες, … ενοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ενοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … ενοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ενοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ενοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ενοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | ενοποίησε | — | ενοποιήσου |
2 pl | ενοποιείτε | ενοποιήστε | ενοποιείστε | ενοποιηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ενοποιώντας ➤ | ενοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ενοποιήσει ➤ | ενοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ενοποιήσει | ενοποιηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||