Learned borrowing from Koine Greek ἐξιστορῶ (existorô) (meaning 'to investigate' in Ancient Greek).[1] By surface analysis, εξ- (ex-) + ιστορώ (istoró).
εξιστορώ • (existoró) (past εξιστόρησα, passive εξιστορούμαι, p‑past εξιστορήθηκα)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξιστορώ | εξιστορήσω | εξιστορούμαι | εξιστορηθώ |
2 sg | εξιστορείς | εξιστορήσεις | εξιστορείσαι | εξιστορηθείς |
3 sg | εξιστορεί | εξιστορήσει | εξιστορείται | εξιστορηθεί |
1 pl | εξιστορούμε | εξιστορήσουμε, [-ομε] | εξιστορούμαστε | εξιστορηθούμε |
2 pl | εξιστορείτε | εξιστορήσετε | εξιστορείστε | εξιστορηθείτε |
3 pl | εξιστορούν(ε) | εξιστορήσουν(ε) | εξιστορούνται | εξιστορηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξιστορούσα | εξιστόρησα | [εξιστορούμουν(α)] | εξιστορήθηκα |
2 sg | εξιστορούσες | εξιστόρησες | [εξιστορούσουν(α)] | εξιστορήθηκες |
3 sg | εξιστορούσε | εξιστόρησε | εξιστορούνταν, {εξιστορείτο} | εξιστορήθηκε |
1 pl | εξιστορούσαμε | εξιστορήσαμε | εξιστορούμασταν, (‑ούμαστε) | εξιστορηθήκαμε |
2 pl | εξιστορούσατε | εξιστορήσατε | [εξιστορούσασταν, (‑ούσαστε)] | εξιστορηθήκατε |
3 pl | εξιστορούσαν(ε) | εξιστόρησαν, εξιστορήσαν(ε) | εξιστορούνταν, {εξιστορούντο} | εξιστορήθηκαν, εξιστορηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξιστορώ ➤ | θα εξιστορήσω ➤ | θα εξιστορούμαι ➤ | θα εξιστορηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξιστορείς, … | θα εξιστορήσεις, … | θα εξιστορείσαι, … | θα εξιστορηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξιστορήσει έχω, έχεις, … εξιστορημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξιστορηθεί είμαι, είσαι, … εξιστορημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξιστορήσει είχα, είχες, … εξιστορημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξιστορηθεί ήμουν, ήσουν, … εξιστορημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξιστορήσει θα έχω, θα έχεις, … εξιστορημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξιστορηθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξιστορημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | εξιστόρησε | — | εξιστορήσου |
2 pl | εξιστορείτε | εξιστορήστε | εξιστορείστε | εξιστορηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξιστορώντας ➤ | εξιστορούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξιστορήσει ➤ | εξιστορημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξιστορήσει | εξιστορηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||