Learnedly from εξυπηρετ(ώ) (exypiret(ó)) + -ικός (-ikós).[1]
εξυπηρετικός • (exypiretikós) m (feminine εξυπηρετική, neuter εξυπηρετικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξυπηρετικός • | εξυπηρετική • | εξυπηρετικό • | εξυπηρετικοί • | εξυπηρετικές • | εξυπηρετικά • |
genitive | εξυπηρετικού • | εξυπηρετικής • | εξυπηρετικού • | εξυπηρετικών • | εξυπηρετικών • | εξυπηρετικών • |
accusative | εξυπηρετικό • | εξυπηρετική • | εξυπηρετικό • | εξυπηρετικούς • | εξυπηρετικές • | εξυπηρετικά • |
vocative | εξυπηρετικέ • | εξυπηρετική • | εξυπηρετικό • | εξυπηρετικοί • | εξυπηρετικές • | εξυπηρετικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξυπηρετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξυπηρετικός, etc.) |