Learnedly from εξω- (exo-) + συζυγικός (syzygikós), a calque of French extraconjugal.[1]
εξωσυζυγικός • (exosyzygikós) m (feminine εξωσυζυγική, neuter εξωσυζυγικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξωσυζυγικός • | εξωσυζυγική • | εξωσυζυγικό • | εξωσυζυγικοί • | εξωσυζυγικές • | εξωσυζυγικά • |
genitive | εξωσυζυγικού • | εξωσυζυγικής • | εξωσυζυγικού • | εξωσυζυγικών • | εξωσυζυγικών • | εξωσυζυγικών • |
accusative | εξωσυζυγικό • | εξωσυζυγική • | εξωσυζυγικό • | εξωσυζυγικούς • | εξωσυζυγικές • | εξωσυζυγικά • |
vocative | εξωσυζυγικέ • | εξωσυζυγική • | εξωσυζυγικό • | εξωσυζυγικοί • | εξωσυζυγικές • | εξωσυζυγικά • |