Learnedly from σύζυγ(ος) (sýzyg(os)) + -ικός (-ikós), a calque of French conjugal.[1]
συζυγικός • (syzygikós) m (feminine συζυγική, neuter συζυγικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συζυγικός • | συζυγική • | συζυγικό • | συζυγικοί • | συζυγικές • | συζυγικά • |
genitive | συζυγικού • | συζυγικής • | συζυγικού • | συζυγικών • | συζυγικών • | συζυγικών • |
accusative | συζυγικό • | συζυγική • | συζυγικό • | συζυγικούς • | συζυγικές • | συζυγικά • |
vocative | συζυγικέ • | συζυγική • | συζυγικό • | συζυγικοί • | συζυγικές • | συζυγικά • |