επίπεδος • (epípedos) m (feminine επίπεδη, neuter επίπεδο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επίπεδος • | επίπεδη • | επίπεδο • | επίπεδοι • | επίπεδες • | επίπεδα • |
genitive | επίπεδου • | επίπεδης • | επίπεδου • | επίπεδων • | επίπεδων • | επίπεδων • |
accusative | επίπεδο • | επίπεδη • | επίπεδο • | επίπεδους • | επίπεδες • | επίπεδα • |
vocative | επίπεδε • | επίπεδη • | επίπεδο • | επίπεδοι • | επίπεδες • | επίπεδα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επίπεδος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επίπεδος, etc.) |