επιβατικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word επιβατικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word επιβατικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say επιβατικός in singular and plural. Everything you need to know about the word επιβατικός you have here. The definition of the word επιβατικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεπιβατικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

επιβατικός (epivatikósm (feminine επιβατική, neuter επιβατικό)

  1. passenger
    επιβατικός σταθμόςepivatikós stathmóspassenger station

Declension

Declension of επιβατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιβατικός (epivatikós) επιβατική (epivatikí) επιβατικό (epivatikó) επιβατικοί (epivatikoí) επιβατικές (epivatikés) επιβατικά (epivatiká)
genitive επιβατικού (epivatikoú) επιβατικής (epivatikís) επιβατικού (epivatikoú) επιβατικών (epivatikón) επιβατικών (epivatikón) επιβατικών (epivatikón)
accusative επιβατικό (epivatikó) επιβατική (epivatikí) επιβατικό (epivatikó) επιβατικούς (epivatikoús) επιβατικές (epivatikés) επιβατικά (epivatiká)
vocative επιβατικέ (epivatiké) επιβατική (epivatikí) επιβατικό (epivatikó) επιβατικοί (epivatikoí) επιβατικές (epivatikés) επιβατικά (epivatiká)