επιβατικός • (epivatikós) m (feminine επιβατική, neuter επιβατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επιβατικός (epivatikós) | επιβατική (epivatikí) | επιβατικό (epivatikó) | επιβατικοί (epivatikoí) | επιβατικές (epivatikés) | επιβατικά (epivatiká) | |
genitive | επιβατικού (epivatikoú) | επιβατικής (epivatikís) | επιβατικού (epivatikoú) | επιβατικών (epivatikón) | επιβατικών (epivatikón) | επιβατικών (epivatikón) | |
accusative | επιβατικό (epivatikó) | επιβατική (epivatikí) | επιβατικό (epivatikó) | επιβατικούς (epivatikoús) | επιβατικές (epivatikés) | επιβατικά (epivatiká) | |
vocative | επιβατικέ (epivatiké) | επιβατική (epivatikí) | επιβατικό (epivatikó) | επιβατικοί (epivatikoí) | επιβατικές (epivatikés) | επιβατικά (epivatiká) |