επιχειρηματικός • (epicheirimatikós) m (feminine επιχειρηματική, neuter επιχειρηματικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιχειρηματικός • | επιχειρηματική • | επιχειρηματικό • | επιχειρηματικοί • | επιχειρηματικές • | επιχειρηματικά • |
genitive | επιχειρηματικού • | επιχειρηματικής • | επιχειρηματικού • | επιχειρηματικών • | επιχειρηματικών • | επιχειρηματικών • |
accusative | επιχειρηματικό • | επιχειρηματική • | επιχειρηματικό • | επιχειρηματικούς • | επιχειρηματικές • | επιχειρηματικά • |
vocative | επιχειρηματικέ • | επιχειρηματική • | επιχειρηματικό • | επιχειρηματικοί • | επιχειρηματικές • | επιχειρηματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιχειρηματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιχειρηματικός, etc.) |