From Ancient Greek ἔρρινον (érrhinon) + -της (-tis, suffix for feminine nouns).
ερρινότης • (errinótis) f (plural ερρινότητες) (Katharevousa)
Katharevousa inflection, in the manner of Ancient Greek -της feminin nouns
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ερρινότης • | ερρινότητες • | |
genitive | ερρινότητος • | ερρινοτήτων • | |
accusative | ερρινότητα • | ερρινότητας • | |
vocative | ερρινότης • | ερρινότητες • | |
In polytonic script with article: ἡ ἐρρινότης, τῆς ἐρρινότητος, τήν ἐρρινότητα, (ὦ) ἐρρινότης αἱ ἐρρινότητες, τῶν ἐρρινοτήτων, τάς ἐρρινότητας, (ὦ) ἐρρινότητες |