ευέξαπτος • (evéxaptos) m (feminine ευέξαπτη, neuter ευέξαπτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευέξαπτος • | ευέξαπτη • | ευέξαπτο • | ευέξαπτοι • | ευέξαπτες • | ευέξαπτα • |
genitive | ευέξαπτου • | ευέξαπτης • | ευέξαπτου • | ευέξαπτων • | ευέξαπτων • | ευέξαπτων • |
accusative | ευέξαπτο • | ευέξαπτη • | ευέξαπτο • | ευέξαπτους • | ευέξαπτες • | ευέξαπτα • |
vocative | ευέξαπτε • | ευέξαπτη • | ευέξαπτο • | ευέξαπτοι • | ευέξαπτες • | ευέξαπτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευέξαπτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευέξαπτος, etc.) |