ευνοϊκός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ευνοϊκός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ευνοϊκός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ευνοϊκός in singular and plural. Everything you need to know about the word ευνοϊκός you have here. The definition of the word ευνοϊκός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofευνοϊκός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek εὐνοϊκός (eunoïkós).[1] By surface analysis, ευ- (ef-) +‎ νο(υς) (no(ys)) +‎ -ικός (-ikós)

Pronunciation

  • IPA(key): /ev.no.iˈkos/
  • Hyphenation: ευ‧νο‧ϊ‧κός

Adjective

ευνοϊκός (evnoïkósm (feminine ευνοϊκή, neuter ευνοϊκό)

  1. favourable, propitious (advantageous, helpful)
  2. favourable (expressing or indicating favour or goodwill)

Declension

Declension of ευνοϊκός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευνοϊκός (evnoïkós) ευνοϊκή (evnoïkí) ευνοϊκό (evnoïkó) ευνοϊκοί (evnoïkoí) ευνοϊκές (evnoïkés) ευνοϊκά (evnoïká)
genitive ευνοϊκού (evnoïkoú) ευνοϊκής (evnoïkís) ευνοϊκού (evnoïkoú) ευνοϊκών (evnoïkón) ευνοϊκών (evnoïkón) ευνοϊκών (evnoïkón)
accusative ευνοϊκό (evnoïkó) ευνοϊκή (evnoïkí) ευνοϊκό (evnoïkó) ευνοϊκούς (evnoïkoús) ευνοϊκές (evnoïkés) ευνοϊκά (evnoïká)
vocative ευνοϊκέ (evnoïké) ευνοϊκή (evnoïkí) ευνοϊκό (evnoïkó) ευνοϊκοί (evnoïkoí) ευνοϊκές (evnoïkés) ευνοϊκά (evnoïká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευνοϊκός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευνοϊκός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευνοϊκότερος (evnoïkóteros) ευνοϊκότερη (evnoïkóteri) ευνοϊκότερο (evnoïkótero) ευνοϊκότεροι (evnoïkóteroi) ευνοϊκότερες (evnoïkóteres) ευνοϊκότερα (evnoïkótera)
genitive ευνοϊκότερου (evnoïkóterou) ευνοϊκότερης (evnoïkóteris) ευνοϊκότερου (evnoïkóterou) ευνοϊκότερων (evnoïkóteron) ευνοϊκότερων (evnoïkóteron) ευνοϊκότερων (evnoïkóteron)
accusative ευνοϊκότερο (evnoïkótero) ευνοϊκότερη (evnoïkóteri) ευνοϊκότερο (evnoïkótero) ευνοϊκότερους (evnoïkóterous) ευνοϊκότερες (evnoïkóteres) ευνοϊκότερα (evnoïkótera)
vocative ευνοϊκότερε (evnoïkótere) ευνοϊκότερη (evnoïkóteri) ευνοϊκότερο (evnoïkótero) ευνοϊκότεροι (evnoïkóteroi) ευνοϊκότερες (evnoïkóteres) ευνοϊκότερα (evnoïkótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ευνοϊκότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευνοϊκότατος (evnoïkótatos) ευνοϊκότατη (evnoïkótati) ευνοϊκότατο (evnoïkótato) ευνοϊκότατοι (evnoïkótatoi) ευνοϊκότατες (evnoïkótates) ευνοϊκότατα (evnoïkótata)
genitive ευνοϊκότατου (evnoïkótatou) ευνοϊκότατης (evnoïkótatis) ευνοϊκότατου (evnoïkótatou) ευνοϊκότατων (evnoïkótaton) ευνοϊκότατων (evnoïkótaton) ευνοϊκότατων (evnoïkótaton)
accusative ευνοϊκότατο (evnoïkótato) ευνοϊκότατη (evnoïkótati) ευνοϊκότατο (evnoïkótato) ευνοϊκότατους (evnoïkótatous) ευνοϊκότατες (evnoïkótates) ευνοϊκότατα (evnoïkótata)
vocative ευνοϊκότατε (evnoïkótate) ευνοϊκότατη (evnoïkótati) ευνοϊκότατο (evnoïkótato) ευνοϊκότατοι (evnoïkótatoi) ευνοϊκότατες (evnoïkótates) ευνοϊκότατα (evnoïkótata)

Derived terms

References

  1. ^ ευνοϊκός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language