ευρωβουλευτής • (evrovouleftís) m or f (plural ευρωβουλευτές, feminine ευρωβουλευτίνα)
For the masculine
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ευρωβουλευτής (evrovouleftís) | ευρωβουλευτές (evrovouleftés) |
genitive | ευρωβουλευτή (evrovouleftí) | ευρωβουλευτών (evrovouleftón) |
accusative | ευρωβουλευτή (evrovouleftí) | ευρωβουλευτές (evrovouleftés) |
vocative | ευρωβουλευτή (evrovouleftí) | ευρωβουλευτές (evrovouleftés) |
Also, a very formal genitive singular for the masculine: του ευρωβουλευτού in the fashion of βουλευτού, a dated genitive as in the ancient declension of βουλευτής. For the feminine
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ευρωβουλευτής (evrovouleftís) | ευρωβουλευτές (evrovouleftés) |
genitive | ευρωβουλευτού (evrovouleftoú) | ευρωβουλευτών (evrovouleftón) |
accusative | ευρωβουλευτή (evrovouleftí) | ευρωβουλευτές (evrovouleftés) |
vocative | ευρωβουλευτή (evrovouleftí) | ευρωβουλευτές (evrovouleftés) |
See also the more modern form ευρωβουλευτίνα (evrovouleftína).