Learned borrowing from Ancient Greek εὐσυνείδητος (eusuneídētos, “with a good conscience”) with semantic loan from French consciencieux.[1] By surface analysis, ευ- (ef-) + συνείδη(ση) (syneídi(si)) + -τος (-tos).
ευσυνείδητος • (efsyneíditos) m (feminine ευσυνείδητη, neuter ευσυνείδητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευσυνείδητος (efsyneíditos) | ευσυνείδητη (efsyneíditi) | ευσυνείδητο (efsyneídito) | ευσυνείδητοι (efsyneíditoi) | ευσυνείδητες (efsyneídites) | ευσυνείδητα (efsyneídita) | |
genitive | ευσυνείδητου (efsyneíditou) | ευσυνείδητης (efsyneíditis) | ευσυνείδητου (efsyneíditou) | ευσυνείδητων (efsyneíditon) | ευσυνείδητων (efsyneíditon) | ευσυνείδητων (efsyneíditon) | |
accusative | ευσυνείδητο (efsyneídito) | ευσυνείδητη (efsyneíditi) | ευσυνείδητο (efsyneídito) | ευσυνείδητους (efsyneíditous) | ευσυνείδητες (efsyneídites) | ευσυνείδητα (efsyneídita) | |
vocative | ευσυνείδητε (efsyneídite) | ευσυνείδητη (efsyneíditi) | ευσυνείδητο (efsyneídito) | ευσυνείδητοι (efsyneíditoi) | ευσυνείδητες (efsyneídites) | ευσυνείδητα (efsyneídita) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευσυνείδητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευσυνείδητος, etc.)