ευφωνικός • (effonikós) m (feminine ευφωνική, neuter ευφωνικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευφωνικός (effonikós) | ευφωνική (effonikí) | ευφωνικό (effonikó) | ευφωνικοί (effonikoí) | ευφωνικές (effonikés) | ευφωνικά (effoniká) | |
genitive | ευφωνικού (effonikoú) | ευφωνικής (effonikís) | ευφωνικού (effonikoú) | ευφωνικών (effonikón) | ευφωνικών (effonikón) | ευφωνικών (effonikón) | |
accusative | ευφωνικό (effonikó) | ευφωνική (effonikí) | ευφωνικό (effonikó) | ευφωνικούς (effonikoús) | ευφωνικές (effonikés) | ευφωνικά (effoniká) | |
vocative | ευφωνικέ (effoniké) | ευφωνική (effonikí) | ευφωνικό (effonikó) | ευφωνικοί (effonikoí) | ευφωνικές (effonikés) | ευφωνικά (effoniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευφωνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευφωνικός, etc.)