Learned borrowing from Ancient Greek εὐχάριστος (eukháristos), with semantic loan from French agréable.[1]
ευχάριστος • (efcháristos) m (feminine ευχάριστη, neuter ευχάριστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευχάριστος • | ευχάριστη • | ευχάριστο • | ευχάριστοι • | ευχάριστες • | ευχάριστα • |
genitive | ευχάριστου • | ευχάριστης • | ευχάριστου • | ευχάριστων • | ευχάριστων • | ευχάριστων • |
accusative | ευχάριστο • | ευχάριστη • | ευχάριστο • | ευχάριστους • | ευχάριστες • | ευχάριστα • |
vocative | ευχάριστε • | ευχάριστη • | ευχάριστο • | ευχάριστοι • | ευχάριστες • | ευχάριστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευχάριστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευχάριστος, etc.) |