From ευχέ(της) (efché(tis), “who wishes”) + -τήριος.
ευχετήριος • (efchetírios) m (feminine ευχετήρια, neuter ευχετήριο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευχετήριος • | ευχετήρια • | ευχετήριο • | ευχετήριοι • | ευχετήριες • | ευχετήρια • |
genitive | ευχετήριου • | ευχετήριας • | ευχετήριου • | ευχετήριων • | ευχετήριων • | ευχετήριων • |
accusative | ευχετήριο • | ευχετήρια • | ευχετήριο • | ευχετήριους • | ευχετήριες • | ευχετήρια • |
vocative | ευχετήριε • | ευχετήρια • | ευχετήριο • | ευχετήριοι • | ευχετήριες • | ευχετήρια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευχετήριος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευχετήριος, etc.) |
Also, with learned forms for feminine:
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευχετήριος • | ευχετήριος • / ευχετήρια • | ευχετήριο • | ευχετήριοι • | ευχετήριοι • / ευχετήριες • | ευχετήρια • |
genitive | ευχετήριου • | ευχετήριου • / ευχετήριας • | ευχετήριου • | ευχετήριων • | ευχετήριων • | ευχετήριων • |
accusative | ευχετήριο • | ευχετήριο • / ευχετήρια • | ευχετήριο • | ευχετήριους • | ευχετήριους • / ευχετήριες • | ευχετήρια • |
vocative | ευχετήριε • | ευχετήριε • / ευχετήρια • | ευχετήριο • | ευχετήριοι • | ευχετήριοι • / ευχετήριες • | ευχετήρια • |
And older form of neuter: εὐχετήριον