ευωδιαστός • (evodiastós) m (feminine ευωδιαστή, neuter ευωδιαστό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευωδιαστός • | ευωδιαστή • | ευωδιαστό • | ευωδιαστοί • | ευωδιαστές • | ευωδιαστά • |
genitive | ευωδιαστού • | ευωδιαστής • | ευωδιαστού • | ευωδιαστών • | ευωδιαστών • | ευωδιαστών • |
accusative | ευωδιαστό • | ευωδιαστή • | ευωδιαστό • | ευωδιαστούς • | ευωδιαστές • | ευωδιαστά • |
vocative | ευωδιαστέ • | ευωδιαστή • | ευωδιαστό • | ευωδιαστοί • | ευωδιαστές • | ευωδιαστά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευωδιαστός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευωδιαστός, etc.) |