εφιαλτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εφιαλτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εφιαλτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εφιαλτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εφιαλτικός you have here. The definition of the word εφιαλτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεφιαλτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

εφιαλτικός (efialtikósm (feminine εφιαλτική, neuter εφιαλτικό)

  1. nightmarish

Declension

Declension of εφιαλτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εφιαλτικός (efialtikós) εφιαλτική (efialtikí) εφιαλτικό (efialtikó) εφιαλτικοί (efialtikoí) εφιαλτικές (efialtikés) εφιαλτικά (efialtiká)
genitive εφιαλτικού (efialtikoú) εφιαλτικής (efialtikís) εφιαλτικού (efialtikoú) εφιαλτικών (efialtikón) εφιαλτικών (efialtikón) εφιαλτικών (efialtikón)
accusative εφιαλτικό (efialtikó) εφιαλτική (efialtikí) εφιαλτικό (efialtikó) εφιαλτικούς (efialtikoús) εφιαλτικές (efialtikés) εφιαλτικά (efialtiká)
vocative εφιαλτικέ (efialtiké) εφιαλτική (efialtikí) εφιαλτικό (efialtikó) εφιαλτικοί (efialtikoí) εφιαλτικές (efialtikés) εφιαλτικά (efialtiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εφιαλτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εφιαλτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εφιαλτικότερος (efialtikóteros) εφιαλτικότερη (efialtikóteri) εφιαλτικότερο (efialtikótero) εφιαλτικότεροι (efialtikóteroi) εφιαλτικότερες (efialtikóteres) εφιαλτικότερα (efialtikótera)
genitive εφιαλτικότερου (efialtikóterou) εφιαλτικότερης (efialtikóteris) εφιαλτικότερου (efialtikóterou) εφιαλτικότερων (efialtikóteron) εφιαλτικότερων (efialtikóteron) εφιαλτικότερων (efialtikóteron)
accusative εφιαλτικότερο (efialtikótero) εφιαλτικότερη (efialtikóteri) εφιαλτικότερο (efialtikótero) εφιαλτικότερους (efialtikóterous) εφιαλτικότερες (efialtikóteres) εφιαλτικότερα (efialtikótera)
vocative εφιαλτικότερε (efialtikótere) εφιαλτικότερη (efialtikóteri) εφιαλτικότερο (efialtikótero) εφιαλτικότεροι (efialtikóteroi) εφιαλτικότερες (efialtikóteres) εφιαλτικότερα (efialtikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εφιαλτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εφιαλτικότατος (efialtikótatos) εφιαλτικότατη (efialtikótati) εφιαλτικότατο (efialtikótato) εφιαλτικότατοι (efialtikótatoi) εφιαλτικότατες (efialtikótates) εφιαλτικότατα (efialtikótata)
genitive εφιαλτικότατου (efialtikótatou) εφιαλτικότατης (efialtikótatis) εφιαλτικότατου (efialtikótatou) εφιαλτικότατων (efialtikótaton) εφιαλτικότατων (efialtikótaton) εφιαλτικότατων (efialtikótaton)
accusative εφιαλτικότατο (efialtikótato) εφιαλτικότατη (efialtikótati) εφιαλτικότατο (efialtikótato) εφιαλτικότατους (efialtikótatous) εφιαλτικότατες (efialtikótates) εφιαλτικότατα (efialtikótata)
vocative εφιαλτικότατε (efialtikótate) εφιαλτικότατη (efialtikótati) εφιαλτικότατο (efialtikótato) εφιαλτικότατοι (efialtikótatoi) εφιαλτικότατες (efialtikótates) εφιαλτικότατα (efialtikótata)