Learned borrowing from Ancient Greek εὔστροφος (eústrophos).[1]
εύστροφος • (éfstrofos) m (feminine εύστροφη, neuter εύστροφο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εύστροφος (éfstrofos) | εύστροφη (éfstrofi) | εύστροφο (éfstrofo) | εύστροφοι (éfstrofoi) | εύστροφες (éfstrofes) | εύστροφα (éfstrofa) | |
genitive | εύστροφου (éfstrofou) | εύστροφης (éfstrofis) | εύστροφου (éfstrofou) | εύστροφων (éfstrofon) | εύστροφων (éfstrofon) | εύστροφων (éfstrofon) | |
accusative | εύστροφο (éfstrofo) | εύστροφη (éfstrofi) | εύστροφο (éfstrofo) | εύστροφους (éfstrofous) | εύστροφες (éfstrofes) | εύστροφα (éfstrofa) | |
vocative | εύστροφε (éfstrofe) | εύστροφη (éfstrofi) | εύστροφο (éfstrofo) | εύστροφοι (éfstrofoi) | εύστροφες (éfstrofes) | εύστροφα (éfstrofa) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύστροφος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύστροφος, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ευστροφότερος", etc)
|