ηδονιστικός • (idonistikós) m (feminine ηδονιστική, neuter ηδονιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ηδονιστικός (idonistikós) | ηδονιστική (idonistikí) | ηδονιστικό (idonistikó) | ηδονιστικοί (idonistikoí) | ηδονιστικές (idonistikés) | ηδονιστικά (idonistiká) | |
genitive | ηδονιστικού (idonistikoú) | ηδονιστικής (idonistikís) | ηδονιστικού (idonistikoú) | ηδονιστικών (idonistikón) | ηδονιστικών (idonistikón) | ηδονιστικών (idonistikón) | |
accusative | ηδονιστικό (idonistikó) | ηδονιστική (idonistikí) | ηδονιστικό (idonistikó) | ηδονιστικούς (idonistikoús) | ηδονιστικές (idonistikés) | ηδονιστικά (idonistiká) | |
vocative | ηδονιστικέ (idonistiké) | ηδονιστική (idonistikí) | ηδονιστικό (idonistikó) | ηδονιστικοί (idonistikoí) | ηδονιστικές (idonistikés) | ηδονιστικά (idonistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηδονιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηδονιστικός, etc.)