Borrowed from French électrique, itself derived from Greek elements, as if from Ancient Greek ἤλεκτρον (ḗlektron) + -ικός (-ikós).
ηλεκτρικός • (ilektrikós) m (feminine ηλεκτρική, neuter ηλεκτρικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ηλεκτρικός (ilektrikós) | ηλεκτρική (ilektrikí) | ηλεκτρικό (ilektrikó) | ηλεκτρικοί (ilektrikoí) | ηλεκτρικές (ilektrikés) | ηλεκτρικά (ilektriká) | |
genitive | ηλεκτρικού (ilektrikoú) | ηλεκτρικής (ilektrikís) | ηλεκτρικού (ilektrikoú) | ηλεκτρικών (ilektrikón) | ηλεκτρικών (ilektrikón) | ηλεκτρικών (ilektrikón) | |
accusative | ηλεκτρικό (ilektrikó) | ηλεκτρική (ilektrikí) | ηλεκτρικό (ilektrikó) | ηλεκτρικούς (ilektrikoús) | ηλεκτρικές (ilektrikés) | ηλεκτρικά (ilektriká) | |
vocative | ηλεκτρικέ (ilektriké) | ηλεκτρική (ilektrikí) | ηλεκτρικό (ilektrikó) | ηλεκτρικοί (ilektrikoí) | ηλεκτρικές (ilektrikés) | ηλεκτρικά (ilektriká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλεκτρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλεκτρικός, etc.)
ηλεκτρικός • (ilektrikós) m