ηλεκτρισμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ηλεκτρισμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ηλεκτρισμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ηλεκτρισμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word ηλεκτρισμένος you have here. The definition of the word ηλεκτρισμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofηλεκτρισμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ηλεκτρισμένος (ilektrisménosm (feminine ηλεκτρισμένη, neuter ηλεκτρισμένο)

  1. electrified, electrically charged, electric
  2. (figuratively) thrilled, electrically

Declension

Declension of ηλεκτρισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτρισμένος (ilektrisménos) ηλεκτρισμένη (ilektrisméni) ηλεκτρισμένο (ilektrisméno) ηλεκτρισμένοι (ilektrisménoi) ηλεκτρισμένες (ilektrisménes) ηλεκτρισμένα (ilektrisména)
genitive ηλεκτρισμένου (ilektrisménou) ηλεκτρισμένης (ilektrisménis) ηλεκτρισμένου (ilektrisménou) ηλεκτρισμένων (ilektrisménon) ηλεκτρισμένων (ilektrisménon) ηλεκτρισμένων (ilektrisménon)
accusative ηλεκτρισμένο (ilektrisméno) ηλεκτρισμένη (ilektrisméni) ηλεκτρισμένο (ilektrisméno) ηλεκτρισμένους (ilektrisménous) ηλεκτρισμένες (ilektrisménes) ηλεκτρισμένα (ilektrisména)
vocative ηλεκτρισμένε (ilektrisméne) ηλεκτρισμένη (ilektrisméni) ηλεκτρισμένο (ilektrisméno) ηλεκτρισμένοι (ilektrisménoi) ηλεκτρισμένες (ilektrisménes) ηλεκτρισμένα (ilektrisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλεκτρισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλεκτρισμένος, etc.)