Learnedly from ηλεκτροδοτη- (stem of ηλεκτροδοτώ (ilektrodotó)) + -ση (-si).[1]
ηλεκτροδότηση • (ilektrodótisi) f
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροδότηση (ilektrodótisi) | ηλεκτροδοτήσεις (ilektrodotíseis) |
genitive | ηλεκτροδότησης (ilektrodótisis) | ηλεκτροδοτήσεων (ilektrodotíseon) |
accusative | ηλεκτροδότηση (ilektrodótisi) | ηλεκτροδοτήσεις (ilektrodotíseis) |
vocative | ηλεκτροδότηση (ilektrodótisi) | ηλεκτροδοτήσεις (ilektrodotíseis) |
Older or formal genitive singular: ηλεκτροδοτήσεως (ilektrodotíseos)