Hello, you have come here looking for the meaning of the word
ηλεκτροδοτώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
ηλεκτροδοτώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
ηλεκτροδοτώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
ηλεκτροδοτώ you have here. The definition of the word
ηλεκτροδοτώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
ηλεκτροδοτώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly from ηλεκτρο- (ilektro-) + -δοτώ (-dotó).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /i.leˈktɾo.ðoˈto/
- Hyphenation: η‧λε‧κτρο‧δο‧τώ
Verb
ηλεκτροδοτώ • (ilektrodotó) (past ηλεκτροδότησα, passive ηλεκτροδοτούμαι)
- to supply with electricity, install electricity
Conjugation
ηλεκτροδοτώ, ηλεκτροδοτούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ηλεκτροδοτώ
|
ηλεκτροδοτήσω
|
ηλεκτροδοτούμαι
|
ηλεκτροδοτηθώ
|
2 sg
|
ηλεκτροδοτείς
|
ηλεκτροδοτήσεις
|
ηλεκτροδοτείσαι
|
ηλεκτροδοτηθείς
|
3 sg
|
ηλεκτροδοτεί
|
ηλεκτροδοτήσει
|
ηλεκτροδοτείται
|
ηλεκτροδοτηθεί
|
|
1 pl
|
ηλεκτροδοτούμε
|
ηλεκτροδοτήσουμε, [-ομε]
|
ηλεκτροδοτούμαστε
|
ηλεκτροδοτηθούμε
|
2 pl
|
ηλεκτροδοτείτε
|
ηλεκτροδοτήσετε
|
ηλεκτροδοτείστε
|
ηλεκτροδοτηθείτε
|
3 pl
|
ηλεκτροδοτούν(ε)
|
ηλεκτροδοτήσουν(ε)
|
ηλεκτροδοτούνται
|
ηλεκτροδοτηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ηλεκτροδοτούσα
|
ηλεκτροδότησα
|
[ηλεκτροδοτούμουν(α)]
|
ηλεκτροδοτήθηκα
|
2 sg
|
ηλεκτροδοτούσες
|
ηλεκτροδότησες
|
[ηλεκτροδοτούσουν(α)]
|
ηλεκτροδοτήθηκες
|
3 sg
|
ηλεκτροδοτούσε
|
ηλεκτροδότησε
|
ηλεκτροδοτούνταν, {ηλεκτροδοτείτο}
|
ηλεκτροδοτήθηκε
|
|
1 pl
|
ηλεκτροδοτούσαμε
|
ηλεκτροδοτήσαμε
|
ηλεκτροδοτούμασταν, (‑ούμαστε)
|
ηλεκτροδοτηθήκαμε
|
2 pl
|
ηλεκτροδοτούσατε
|
ηλεκτροδοτήσατε
|
[ηλεκτροδοτούσασταν, (‑ούσαστε)]
|
ηλεκτροδοτηθήκατε
|
3 pl
|
ηλεκτροδοτούσαν(ε)
|
ηλεκτροδότησαν, ηλεκτροδοτήσαν(ε)
|
ηλεκτροδοτούνταν, {ηλεκτροδοτούντο}
|
ηλεκτροδοτήθηκαν, ηλεκτροδοτηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ηλεκτροδοτώ ➤
|
θα ηλεκτροδοτήσω ➤
|
θα ηλεκτροδοτούμαι ➤
|
θα ηλεκτροδοτηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ηλεκτροδοτείς, …
|
θα ηλεκτροδοτήσεις, …
|
θα ηλεκτροδοτείσαι, …
|
θα ηλεκτροδοτηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ηλεκτροδοτήσει έχω, έχεις, … ηλεκτροδοτημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ηλεκτροδοτηθεί είμαι, είσαι, … ηλεκτροδοτημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ηλεκτροδοτήσει είχα, είχες, … ηλεκτροδοτημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ηλεκτροδοτηθεί ήμουν, ήσουν, … ηλεκτροδοτημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ηλεκτροδοτήσει θα έχω, θα έχεις, … ηλεκτροδοτημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ηλεκτροδοτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ηλεκτροδοτημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
ηλεκτροδότησε
|
—
|
ηλεκτροδοτήσου
|
2 pl
|
ηλεκτροδοτείτε
|
ηλεκτροδοτήστε
|
ηλεκτροδοτείστε
|
ηλεκτροδοτηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ηλεκτροδοτώντας ➤
|
ηλεκτροδοτούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ηλεκτροδοτήσει ➤
|
ηλεκτροδοτημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ηλεκτροδοτήσει
|
ηλεκτροδοτηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References