ηλεκτροκίνηση • (ilektrokínisi) f (plural ηλεκτροκινήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροκίνηση (ilektrokínisi) | ηλεκτροκινήσεις (ilektrokiníseis) |
genitive | ηλεκτροκίνησης (ilektrokínisis) | ηλεκτροκινήσεων (ilektrokiníseon) |
accusative | ηλεκτροκίνηση (ilektrokínisi) | ηλεκτροκινήσεις (ilektrokiníseis) |
vocative | ηλεκτροκίνηση (ilektrokínisi) | ηλεκτροκινήσεις (ilektrokiníseis) |
Older or formal genitive singular: ηλεκτροκινήσεως (ilektrokiníseos)