ηλεκτροκίνητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ηλεκτροκίνητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ηλεκτροκίνητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ηλεκτροκίνητος in singular and plural. Everything you need to know about the word ηλεκτροκίνητος you have here. The definition of the word ηλεκτροκίνητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofηλεκτροκίνητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ηλεκτροκίνητος (ilektrokínitosm (feminine ηλεκτροκίνητη, neuter ηλεκτροκίνητο)

  1. (transport) electrically powered, electrically driven

Declension

Declension of ηλεκτροκίνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτροκίνητος (ilektrokínitos) ηλεκτροκίνητη (ilektrokíniti) ηλεκτροκίνητο (ilektrokínito) ηλεκτροκίνητοι (ilektrokínitoi) ηλεκτροκίνητες (ilektrokínites) ηλεκτροκίνητα (ilektrokínita)
genitive ηλεκτροκίνητου (ilektrokínitou) ηλεκτροκίνητης (ilektrokínitis) ηλεκτροκίνητου (ilektrokínitou) ηλεκτροκίνητων (ilektrokíniton) ηλεκτροκίνητων (ilektrokíniton) ηλεκτροκίνητων (ilektrokíniton)
accusative ηλεκτροκίνητο (ilektrokínito) ηλεκτροκίνητη (ilektrokíniti) ηλεκτροκίνητο (ilektrokínito) ηλεκτροκίνητους (ilektrokínitous) ηλεκτροκίνητες (ilektrokínites) ηλεκτροκίνητα (ilektrokínita)
vocative ηλεκτροκίνητε (ilektrokínite) ηλεκτροκίνητη (ilektrokíniti) ηλεκτροκίνητο (ilektrokínito) ηλεκτροκίνητοι (ilektrokínitoi) ηλεκτροκίνητες (ilektrokínites) ηλεκτροκίνητα (ilektrokínita)