From ἡλιακός (hēliakós) (Koine) from Ancient Greek ἥλιος (hḗlios, “sun”).
ηλιακός • (iliakós) m (feminine ηλιακή, neuter ηλιακό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηλιακός • | ηλιακή • | ηλιακό • | ηλιακοί • | ηλιακές • | ηλιακά • |
genitive | ηλιακού • | ηλιακής • | ηλιακού • | ηλιακών • | ηλιακών • | ηλιακών • |
accusative | ηλιακό • | ηλιακή • | ηλιακό • | ηλιακούς • | ηλιακές • | ηλιακά • |
vocative | ηλιακέ • | ηλιακή • | ηλιακό • | ηλιακοί • | ηλιακές • | ηλιακά • |
Shortened form of ηλιακός θερμοσίφωνας (iliakós thermosífonas).
ηλιακός • (iliakós) m (plural ηλιακοί)