From ήλιος (ílios, “sun”) + λούζω (loúzo) + -τος (-tos).
ηλιόλουστος • (ilióloustos) m (feminine ηλιόλουστη, neuter ηλιόλουστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ηλιόλουστος (ilióloustos) | ηλιόλουστη (iliólousti) | ηλιόλουστο (iliólousto) | ηλιόλουστοι (ilióloustoi) | ηλιόλουστες (ilióloustes) | ηλιόλουστα (iliólousta) | |
genitive | ηλιόλουστου (ilióloustou) | ηλιόλουστης (ilióloustis) | ηλιόλουστου (ilióloustou) | ηλιόλουστων (iliólouston) | ηλιόλουστων (iliólouston) | ηλιόλουστων (iliólouston) | |
accusative | ηλιόλουστο (iliólousto) | ηλιόλουστη (iliólousti) | ηλιόλουστο (iliólousto) | ηλιόλουστους (ilióloustous) | ηλιόλουστες (ilióloustes) | ηλιόλουστα (iliólousta) | |
vocative | ηλιόλουστε (iliólouste) | ηλιόλουστη (iliólousti) | ηλιόλουστο (iliólousto) | ηλιόλουστοι (ilióloustoi) | ηλιόλουστες (ilióloustes) | ηλιόλουστα (iliólousta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλιόλουστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλιόλουστος, etc.)